Νεώτεροι χρόνοι (1453 κ.ε.)

Σύμφωνα με τον Ιταλό περιηγητή Benedetto Bordone (1476-1531), το νησί San Strato ήταν έρημο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αι., ενώ ξανακατοικήθηκε με νέους κατοίκους άγνωστης προέλευσης το 1540, όταν και συνομολογήθηκε ειρήνη μεταξύ των Βενετών και των Τούρκων και τα νησιά του Αιγαίου πέρασαν στους Τούρκους. Από την παραπάνω χρονολογία και μετέπειτα το νησί κατοικήθηκε ανελλιπώς μέχρι σήμερα.[1] Γνώση του εποικισμού του νησιού κατά το 1540 έχουμε από την επιγραφή στη θύρα του ναού του Αγίου Ευστρατίου – Πέντε Μαρτύρων.[2]

Διοικητικά το νησί κατά την τουρκοκρατία υπαγόταν στο Βιλαέτι του Αρχιπελάγους και ειδικότερα στο σαντζάκι της Λήμνου, ενώ ταυτόχρονα με τις οθωμανικές διοικητικές αρχές λειτουργούσε και ο θεσμός των δημογερόντων.[3]

Κατά τον 17ο και 18ο αι. στο νησί έχουμε σημαντική οικοδομική δραστηριότητα. Μεταξύ των έργων αυτών άξια αναφοράς είναι ο ναός των Πέντε Μαρτύρων – Αγίου Ευστρατίου, που ανοικοδομήθηκε για δεύτερη φορά και του κάστρου, υπολείμματα του οποίου υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Ωστόσο το νησί το Αγίου Ευστρατίου μολονότι δεν κατοίκησαν Οθωμανοί εκεί, δεν γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη, καθώς οι κάτοικοί του δεν επιδόθηκαν στη ναυτιλία, αλλά στράφηκαν προς τη γεωργία και την κτηνοτροφία.[4]

Κατά τον 19ο αι. μαρτυρείται ότι στο νησί κατοικούσαν μόλις πενήντα οικογένειες, ενώ αύξηση του αριθμού των κατοίκων του έχουμε μετά την Επανάσταση του 1821. Δεν παραδίδεται συμβολή του νησιού στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, παρά μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις ναυτικών του νησιού που υπηρέτησαν σε πληρώματα πλοίων άλλων νησιών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.[5]

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το νησί δεν παρουσιάζει καμία γλωσσική ή γενικότερα λαογραφική συγγένεια με τη γειτονική Λήμνο, την τύχη της οποίας συμμερίζεται μέχρι και σήμερα.[6]

Με την αύξηση του πληθυσμού κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. πολλοί από τους κατοίκους του νησιού αναζήτησαν εργασία σε πόλεις της γειτονικής Μ. Ασίας (Αϊβαλί, Πέργαμος, Σμύρνη και αλλού), της Ρουμανίας αλλά και της Αιγύπτου.[7]

Το 1904 οι κάτοικοι του νησιού αριθμούνται σε 1300, ενώ ως κύριες ασχολίες των κατοίκων αναφέρονται και πάλι η γεωργία, η κτηνοτροφία αλλά και η ενασχόληση με βελανίδια βαφής όπως και με ξυλοκάρβουνα από το δάσος του βόρειου άκρου του νησιού. Επίσης κατά την παραπάνω περίοδο ήταν σε λειτουργία 14 ανεμόμυλοι.

 Στα πλαίσια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου το ελληνικό ναυτικό με το πλοίο εφοδιασμού «Κανάρης» κατέλαβε το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 με μικρό άγημα πεζοναυτών το νησί του Αγίου Ευστρατίου. Ωστόσο, η ελληνική κυριότητα στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στις 31 Ιανουαρίου του 1914.[8]

Μετά την απελευθέρωση ο αριθμός των κατοίκων κυμαινόταν σταθερά κάτω από χίλιους, ενώ η υπερπόντια κυρίως μετανάστευση προς την Αυστραλία, την Αμερική, την Νότια Αφρική αλλά και ο σεισμός της 20ης Φεβρουαρίου 1968 περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των δημοτών του νησιού.[9]


 

[1] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 90-91.
[2] Το κείμενο της επιγραφής αυτής παρατίθεται από τον Ιω. Γιάννο, Ιστορία 90.
[3] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 98.
[4] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 92-94.
[5] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 96-97.
[6] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 97.
[7] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 97.
[8] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 113-114.
[9] Βλ. Ιω. Γιάννος, Ιστορία 121-122.

Επιστροφή